- μακριός
- -ά, -όμακρύς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακριός, -ιά, -ιό — βλ. μακρύς, ιά, ύ επίρρ., μακριά (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάκριος — μάκρος length neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρύς — ιά, ύ και μακριός, ά, ό (Μ μακρύς, ιά, ύ) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, επιμήκης, μακρουλός («μακρύ παντελόνι») 2. μεγάλος στο ύψος, υψηλός νεοελλ. 1. αυτός που έχει μεγάλη χρονική διάρκεια, μακροχρόνιος («μακρύ ταξίδι») 2. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek